δημοσιολογώ

δημοσιολογώ
δημοσιολόγησα, ασκώ τη δημοσιολογία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δημοσιολογώ — ( έω) είμαι δημοσιολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δημοσιολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Αιών] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”